- μορσίμου
- μόρσιμοςappointed by fatemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μορσίμου — Μόρσιμος appointed by fate masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αστυδάμας — (4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος τραγικός ποιητής, γιος του τραγικού Μορσίμου και απόγονος του Αισχύλου. Κατά το λεξικό Σούδα, έγραψε 240 τραγωδίες, από τις οποίες σώζονται μόνο αποσπάσματα, και κέρδισε δεκαπέντε δραματικές νίκες. Το 340 π.Χ., η Βουλή,… … Dictionary of Greek